удушливый - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

удушливый - translation to πορτογαλικά


удушливый      
sufocante ; asfixiante
sufocativo      
удушливый
sufocativo adj      
удушливый

Ορισμός

удушливый
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: удушье, связанный с ним.
2) Вызывающий удушье, поражающий органы дыханияи.
3) Стесняющий, затрудняющий дыхание; душный.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για удушливый
1. Сквозь сон пассажиры почувствовали удушливый запах гари.
2. - Дышать было трудно, появился удушливый кашель...
3. От едкого дыма у противника опухали глаза, начинался удушливый кашель.
4. Некоторых удушливый дым убил во сне - их нашли в кроватях.
5. Вчера же удушливый запах ощущался и в центре города.